φαγώνομαι — φαγώνομαι, φαγώθηκα, φαγωμένος βλ. πίν. 4 Σημειώσεις: φαγώνομαι : η κοινή έννοια με το τρώγομαι είναι κυρίως → καβγαδίζω, τσακώνομαι με κάποιον. Το φαγώνομαι έχει και τις σημασίες → φθείρομαι, καταστρέφομαι από μακρόχρονη χρήση κτλ. (π.χ.… … Τα ρήματα της νέας ελληνικής
φαγώνομαι — φαγώθηκα, φαγωμένος, και ως παθ. του τρώ(γ)ω) 1. φθείρομαι από τριβή ή από άλλη διαβρωτική ενέργεια, λιώνω: Φαγώθηκε το σίδερο απ τη σκουριά. 2. μτφ., βρίσκομαι σε συνεχείς διενέξεις, λογομαχώ, γκρινιάζω: Τον ζηλεύει και φαγώνονται όλη μέρα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
αλληλοφαγώνομαι — αλληλοτρώγομαι*. [ΕΤΥΜΟΛ. < αλληλο * + φαγώνομαι. ΠΑΡ. νεοελλ. αλληλοφάγωμα] … Dictionary of Greek
σκοροφαγωμενος — και σκωροφαγωμένος, η, ο, Ν (για μάλλινα κυρίως υφάσματα) αυτός που έχει φαγωθεί, που έχει φθαρεί από σκόρο. [ΕΤΥΜΟΛ. < σκόρος / σκώρος + φαγώνομαι] … Dictionary of Greek
φάγωμα — το, Ν [φαγώνομαι] 1. η ενέργεια τού τρώγω, βρώση 2. φθορά που οφείλεται σε τριβή ή σε διάβρωση 3. μτφ. γκρίνια, διχόνοια, φαγωμάρα … Dictionary of Greek
φαγωμένος — η, ο, Ν 1. αυτός που έχει φαγωθεί 2. αυτός που έχει φθαρεί 3. (για πρόσ.) αυτός που έχει φάει, χορτάτος. [ΕΤΥΜΟΛ. Μτχ. παρακμ. τού ρ. φαγώνομαι] … Dictionary of Greek
φαγωμός — ο, Ν [φαγώνομαι] φαγωμάρα, γκρίνια … Dictionary of Greek
φαγωμένος — η, ο μτχ. πρκ. του φαγώνομαι (βλ. λ.) … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
φθείρω — έφθειρα, φθάρθηκα και φθάρηκα, φθαρμένος 1. καταστρέφω λίγο λίγο, βλάπτω, προξενώ φθορά (βλάβη, ζημιά), τρίβω, λιώνω, χαλώ: Με το πολύ κάπνισμα φθείρει την υγεία του. 2. κάνω κάτι να χαλάσει ή να τριφτεί με την αδιάκοπη ή κακή χρήση, χαλνώ:… … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)